αζούπιστος

αζούπιστος
και -ιχτος και -ιγος, -η, -ο [ζουπίζω]
1. αυτός που δεν ζουπίχτηκε, δεν συμπιέστηκε («σταφύλια αζούπιστα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αζούπιστος, -η, -ο — και αζούπητος, η, ο και ιχτος, η, ο και γος, η, ο αυτός που δεν έχει ζουπιστεί, στραγγιστεί: Το λεμόνι είναι αζούπιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αζούπητος — και ηχτος, η, ο [ζουπώ] ο αζούπιστος …   Dictionary of Greek

  • αζούπιγος — η, ο βλ. αζούπιστος …   Dictionary of Greek

  • αζούπιχτος — η, ο βλ. αζούπιστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”